- χωροδεσποτεία
- η, Ν [χωροδεσπότης]1. η ιδιότητα και το αξίωμα τού χωροδεσπότη2. μορφή διακυβέρνησης τών μεσαιωνικών ιταλικών πόλεων-δημοκρατιών. χωροδεσπότης, ο, Ν1. κύριος φέουδου ή τιμαρίου, φεουδάρχης, τιμαριώτης2. (κατ' επέκτ.) ευγενής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χώρος + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα].
Dictionary of Greek. 2013.