χωροδεσποτεία

χωροδεσποτεία
η, Ν [χωροδεσπότης]
1. η ιδιότητα και το αξίωμα τού χωροδεσπότη
2. μορφή διακυβέρνησης τών μεσαιωνικών ιταλικών πόλεων-δημοκρατιών. χωροδεσπότης, ο, Ν
1. κύριος φέουδου ή τιμαρίου, φεουδάρχης, τιμαριώτης
2. (κατ' επέκτ.) ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρα / χώρος + δεσπότης. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χωροδεσποτικός — ή, ό, Ν [χωροδεσπότης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωροδεσπότη και στην χωροδεσποτεία …   Dictionary of Greek

  • Μιλάνο — (Milano). Πόλη (1.182.693 κάτ. το 2001) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.762 τ.χλμ.) και της Λομβαρδίας (8.922.463 κάτ.). Είναι το κυριότερο οικονομικό κέντρο της χώρας και το μεγαλύτερο σε πληθυσμό πολεοδομικό της συγκρότημα μετά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”